Ο Βαλαντίνος Πατήθρας είναι νοσηλευτής σε κλινική Covid-19. Όταν ακούς όσα έχει ζήσει εκεί μέσα, καταλαβαίνεις γιατί τα «κρούσματα» και οι υγειονομικοί που τα περιθάλπουν δεν είναι –και δεν πρέπει να γίνουν ποτέ– απλά ένας αριθμός.
Ο Βαλαντίνος –«Όλα με άλφα, παρακαλώ»– είναι ο γιος, ο αδελφός, ο φίλος, ο αγαπημένος… Εδώ και πολλούς μήνες, ο 27χρονος νοσηλευτής είναι και ο φροντιστής δεκάδων ασθενών που νοσηλεύονται στην κλινική Covid-19 στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός (που επισήμως ονομάζεται «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο Ε.Ε.Σ.»), στους Αμπελόκηπους.
Οι ασθενείς που περιθάλπει δεν γνωρίζουν το πρόσωπό του. Βλέπουν μόνο το καθαρό του βλέμμα, αλλά, όπως λέει, αναγνωρίζουν την περπατησιά και το ανάστημά του. Αυτοί οι μοναχικοί ασθενείς, που ακουμπούν τους φόβους και τις ελπίδες τους στα χέρια των νοσηλευτών και των γιατρών τους, όλους έτσι τους ξεχωρίζουν.
Πάνω από έναν διπλό ελληνικό καφέ και έναν καταγραφέα φωνής, η εξομολόγησή του αρχίζει. Κατά παραγγελία στην αρχή, με επίμονες –και άστοχες ενίοτε– ερωτήσεις, αυθόρμητα στη συνέχεια. Δεν έχει περάσει ούτε μια ώρα από το τέλος της βάρδιας και τα φρέσκα συναισθήματα μαζί με τις αναμνήσεις περιστατικών πέφτουν βροχή.
Νοσηλευτής στην πρώτη γραμμή
«Θυμάμαι ακόμη εκείνη την πρώτη ημέρα στο τμήμα. Οκτώβριος του 2020. Με περίμενε ο υπεύθυνος από το γραφείο λοιμώξεων για τις τελευταίες οδηγίες και την τυπική εκπαίδευση: πώς ντυνόμαστε, πώς βγάζουμε τις στολές… Οι συνάδελφοι έριχναν κλεφτές ματιές στον νέο, αν “το έχει”. Εξοικείωση με τον χώρο, τα κατατόπια και μετά στους θαλάμους. Δεν υπήρχαν εμβόλια τότε κι ο φόβος ήταν μεγάλος. Αλλά είχα αποφασίσει να μπω στα βαθιά.
»Πάντα ήθελα να είμαι στην πρώτη γραμμή. Ακόμη και τότε που εργαζόμουν στον ιδιωτικό τομέα. Μόλις είχα τελειώσει τη “θητεία” μου σε μία ΜΚΟ με ανήλικους πρόσφυγες. Όταν έκανα τα χαρτιά μου για το ΕΣΥ, ήμουν αποφασισμένος να δουλέψω σε συνθήκες πολέμου. Αλλά και να μην είσαι αποφασισμένος, όταν μπαίνεις σε κλινικές ή μονάδες Covid-19 γίνεσαι μάχιμος.
»Από την επόμενη ημέρα είχα τους δικούς μου ασθενείς. Όταν τελείωνε η βάρδιά μου άρχιζε ο φόβος να μην μεταφέρω τον ιό στους δικούς μου. Έκανα συνέχεια τεστ. Και τώρα ανησυχώ. Τότε όμως δεν υπήρχαν εμβόλια ούτε και οι γνώσεις που υπάρχουν σήμερα. Πολεμούσαμε το άγνωστο».
«ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΤΥΧΕΙ ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΝΑ ΒΑΛΩ ΤΗΝ FFP3 ΜΑΣΚΑ Ή ΚΑΙ ΤΗ “ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗ ΣΤΟΛΗ”. ΟΜΩΣ ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΗΤΑΝ “ΠΟΛΕΜΟΣ”».
Η μοναξιά του ασθενή
Σήμερα, η επιστήμη μετράει κάποιες νίκες και λύνει γρίφους. Το άγνωστο κλονίζεται. Ο ασθενής όμως παραμένει ο μεταδότης του κινδύνου, ο καταδικασμένος σε μοναξιά για όσο κρατάει η νόσος.
«Η μοναξιά του ασθενή είναι πολύ σκληρή. Είναι εγκλωβισμένος σε ένα δωμάτιο είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Γιατροί και νοσηλευτές εμφανιζόμαστε σαν επισκέπτες από άλλο πλανήτη, ντυμένοι αστροναύτες. Η μοναξιά τούς αναγκάζει να μας αναγνωρίζουν έστω από τον σωματότυπό μας: ο “ψηλός” είμαι εγώ, η “τσαχπίνα” είναι η Νατάσα.
«Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΔΙΑΣΩΛΗΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΤΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥΣ».
»Η πιο δραματική αναμέτρηση με τον φόβο και τη μοναξιά είναι η προοπτική της διασωλήνωσης. Όταν ένα περιστατικό στραβώσει και πάει για διασωλήνωση, δίνεται χρόνος στον ασθενή να μιλήσει με όποιον θέλει. Εκεί καταλαβαίνεις πόσοι άνθρωποι είναι μόνοι. Πόσοι δεν έχουν αυτόν τον δικό τους άνθρωπο να πάρουν και να ειδοποιήσουν ότι διασωληνώνονται. Δεν έχουν κανέναν να αποχαιρετήσουν.
»Η στιγμή πριν τη διασωλήνωση είναι δραματική. Οι άνθρωποι ξέρουν ότι τα ποσοστά δεν είναι με το μέρος τους. Κάποιοι αρνούνται, κάποιοι άλλοι παρακαλούν: “Γιατρέ, δώσε μου λίγο χρόνο…”
»Είχαμε ανακοινώσει διασωλήνωση σε μία κυρία κι εκείνη ασθμαίνοντας μας είπε: «Σας παρακαλώ, μη με διασωληνώσετε. Είναι ο γιος μου δύο ορόφους παρακάτω διασωληνωμένος και δεν θα μπορώ να μαθαίνω νέα του».
«ΧΤΙΖΟΝΤΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΘΑΛΑΜΟΥΣ. ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΡΑΤΟΥΝ ΟΣΟ Η ΝΟΣΗΛΕΙΑ Ή ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ».
Σαν μια δεύτερη οικογένεια
«Στα νοσοκομεία παίζονται πολλές οικογενειακές τραγωδίες. Έχει τύχει όλα τα μέλη της οικογένειας να νοσηλεύονται σε διαφορετικούς ορόφους και να ρωτούν εμάς τους νοσηλευτές για τα παιδιά ή τους γονείς τους. Δεν έχουν άλλους από εμάς. Το προσωπικό του νοσοκομείου γίνεται οικογένεια. Και καθώς οι συνοδοί δεν επιτρέπεται να πλησιάσουν, ακόμη και τα προσωπικά τους είδη εμείς τους τα δίνουμε. Είμαστε οι ταχυδρόμοι τους.
»Είναι πολύ ωραίο συναίσθημα αυτό που βλέπεις στα μάτια τους όταν τους φέρνουν κάτι μέχρι την είσοδο: “Ήρθε κάτι από το σπίτι, άρα το σπίτι με περιμένει”.
»Υπάρχουν και στιγμές που ο θάλαμος γίνεται για λίγο “σπίτι”, με αστεία, ακόμη και τραγούδια. Αυτό συμβαίνει πιο συχνά όταν τα περιστατικά δεν είναι πολύ βαριά και υπάρχει αυτή η λίγη πνοή που χρειάζεται για το κέφι, μια στιγμή που γεννιέται με το ζόρι για να απαλλάξει έστω στιγμιαία τους ασθενείς από το άγχος και τον φόβο. Έχει τύχει να μπούμε το πρωί τραγουδώντας “Καλημέρα, τι κάνεις; Nα ’σαι πάντα καλά» και οι καταπονημένοι ασθενείς να χτυπούν παλαμάκια.
»Οι άνθρωποι από τη φύση μας είμαστε κοινωνικοί, αναζητούμε τρόπους για να συνάψουμε σχέσεις. Χτίζονται σχέσεις στους θαλάμους. Σχέσεις που κρατούν όσο η νοσηλεία ή ίσως και λίγο παραπάνω. Κάποιοι δεν μας ξεχνούν. Γίνονται καλά και επιστρέφουν με ένα κουτί γλυκά και ένα σημείωμα».
Όλοι στη μάχη
«Δεν είμαστε ήρωες, είμαστε επιστήμονες υγείας, που έχουμε εκπαιδευτεί προ Covid-19 για το πώς να διαχειριζόμαστε ασθενείς με μεταδοτικές ασθένειες. Μου έχει τύχει και πριν την πανδημία να βάλω την FFP3 μάσκα ή και τη “διαστημική” στολή. Όμως τότε δεν ήταν “πόλεμος”, δεν ήταν οι ογδόντα, οι εκατό νεκροί την ημέρα, δεν ήταν η αναζήτηση κρεβατιού στη ΜΕΘ. Σήμερα όλοι αγωνιζόμαστε για όλους. Ασθενείς, υγειονομικοί, όλοι δίνουμε μάχη. Δεν είναι μόνο τα Covid περιστατικά. Στη γενική εφημερία θα δεις και τη διοίκηση στις 2 τα ξημερώματα στους διαδρόμους».
«ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΠΡΟΣΓΕΙΩΜΕΝΟΣ, ΝΑ ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΕΜΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ. ΞΕΡΩ ΠΙΑ ΟΤΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΟ ΣΤΗ ΖΩΗ».
Mε την αδημονία εκείνου που ψάχνει από τα μετόπισθεν για νέα από το μέτωπο, ζητάω από τον Βαλαντίνο να αφηγηθεί μια σκηνή που τον έχει σημαδέψει.
«Διασωληνώναμε έναν ευγενέστατο κύριο, έναν ασθενή που τον είχαμε λατρέψει. Ήταν για μέρες σε high flow (σ.σ. υψηλή ροή οξυγόνου) και φαινόταν ότι δεν πήγαινε καλά. Όταν ήρθε η στιγμή της διασωλήνωσης, του είπαμε ότι μπορεί να τηλεφωνήσει στους δικούς του. Επειδή ήμασταν ήδη ντυμένοι, δεν μας επιτρεπόταν να βγούμε έξω και μείναμε εκεί, παραπέρα, μάρτυρες της δραματικής σκηνής. Πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του, τη χαιρέτησε και μετά τον γιο του. Του είπε: “Συγγνώμη για τα λάθη που έκανα σαν πατέρας, σε αγαπώ πολύ”. Ο άνθρωπος αυτός μεταφέρθηκε σε ΜΕΘ στη Σωτηρία και τελικά δεν τα κατάφερε. Έφυγε.
»Δυσάρεστες στιγμές σαν κι αυτή τις κουβάλησα σπίτι μου. Δεν μπορείς να τα αφήνεις όλα πίσω. Δεν μπορείς να ξεχνάς τις φωνές κάποιου για οξυγόνο. Τότε λες: “Είμαι ένα τίποτα, γιατί τίποτα δεν υπάρχει να κάνω για να τον βοηθήσω».
Τι τον διδάσκει αυτή η «θητεία»;
«Έμαθα να είμαι προσγειωμένος, να στενοχωριέμαι μόνο για πράγματα που αξίζει να στενοχωρηθώ. Ξέρω πια ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο στη ζωή και να εκτιμούμε και να λέμε ευχαριστώ για τα πάντα. Κανείς και τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ούτε η οικογένεια, ούτε οι φίλοι, τίποτα και κανείς»
Για να μην ξεχνάμε:
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, τουλάχιστον 115.000 νοσηλευτές έχουν πεθάνει από τον κορoνοϊό. Η ανακοίνωση του Οργανισμού αναφέρεται στους θανάτους από την αρχή της πανδημίας μέχρι τον περασμένο Μάιο. Ωστόσο, ο Χάουαρντ Κάτον, διευθύνων σύμβουλος του Διεθνούς Συμβουλίου Νοσηλευτών, κάνει λόγο για συντηρητική εκτίμηση, υπολογίζοντας ότι οι θάνατοι πιθανόν να είναι και διπλάσιοι.
Πηγή: ow.gr