Απάντηση: Το δικαίωμα αναρρωτικής άδειας των δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ρυθμίζεται εκτενώς από το ν. 2683/1999. Έτσι κατά το άρθρο 54 του αυτού νόμου : «1. Ο υπάλληλος που έχει συμπληρώσει τριετή πραγματική υπηρεσία και είναι ασθενής ή χρειάζεται να αναρρώσει, δικαιούται αναρρωτική άδεια με αποδοχές τόσων μηνών όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας του, από την οποία αφαιρείται το σύνολο των αναρρωτικών αδειών που τυχόν έχει λάβει μέσα στην προηγούμενη πενταετία. Αναρρωτική άδεια χορηγούμενη χωρίς διακοπή δεν μπορεί να υπερβεί τους δώδεκα μήνες.
2. Υπάλληλος με πραγματική υπηρεσία λιγότερη από τρία έτη, δικαιούται για τους ίδιους λόγους, αναρρωτική άδεια με αποδοχές τόσων μηνών όσα τα έτη της υπηρεσίας του, από την οποία αφαιρείται το σύνολο των αναρρωτικών αδειών που έχει μέχρι τότε λάβει. Χρόνος υπηρεσίας τουλάχιστον έξι μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος.
3. Στην αναρρωτική άδεια συνυπολογίζονται και οι ημέρες απουσίας λόγω ασθενείας που προηγήθηκαν της άδειας.
4. Οι υπάλληλοι που πάσχουν από δυσίατα νοσήματα, δικαιούνται αναρρωτικές άδειες, των οποίων η διάρκεια είναι διπλάσια από τη διάρκεια των αδειών των προηγούμενων εδαφίων.
5. Τα δυσίατα νοσήματα καθορίζονται με απόφαση του υπουργού Υγείας και Πρόνοιας που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας.»
Το παραπάνω άρθρο αναγνωρίζει υπέρ του δημοσίου υπαλλήλου δημόσιο δικαίωμα αγώγιμο, δηλαδή θεμελιώνει αξίωση για την χορήγηση αναρρωτική άδειας με αποδοχές. Προϋποθέσεις αποτελούν: α) η συμπλήρωση πραγματικής υπηρεσίας τριών ετών, κατά την ημέρα υποβολής αίτησης για τη χορήγηση και β) η ασθένεια του υπαλλήλου ή η ανάγκη ανάρρωσης του μετά την ασθένεια.
Σχετικά με τον υπολογισμό της διάρκειας της άδειας όταν αυτή χορηγείται σε διαφορετικά χρονικά σημεία, ο υπάλληλος δικαιούται άδεια τόσων μηνών όσα είναι τα χρόνια της υπηρεσίας του, από την οποία όμως αφαιρείται το σύνολο των αναρρωτικών αδειών που τυχόν έχει λάβει μέσα στην προηγούμενη πενταετία. Όταν όμως η άδεια είναι συνεχής (χωρίς διακοπή) ανώτατο όριο είναι οι δώδεκα μήνες.
Η απουσία του υπαλλήλου εκτιμάται ως αυθαίρετη εφόσον δε διαπιστώθηκε ασθένεια και συνεπώς δεν του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια. Ο υπολογισμός της διάρκειας της άδειας, γίνεται, υποχρεωτικώς από τη Διοίκηση, κατά τρόπο αναδρομικό. Έτσι, καλύπτεται όλος ο χρόνος απουσίας του υπαλλήλου, ώστε να μη θεωρείται αδικαιολόγητη τυχόν απουσία του.
Εάν ο υπάλληλος κατά το χρονικό διάστημα που λαμβάνει συνεχόμενες αναρρωτικές άδειες λάβει και την κανονική του άδεια, η χορήγηση της τελευταίας δεν έχει ως αποτέλεσμα να μη θεωρούνται ως συνεχόμενες οι αναρρωτικές άδειες εφόσον ο υπάλληλος δεν έχει επαναλάβει νομίμως την πραγματική άσκηση των καθηκόντων του. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο χρόνος της κανονικής άδειας απλώς και μόνο δεν υπολογίζεται στο χρόνο της αναρρωτικής άδειας.
Από την άλλη μεριά βραχυχρόνιες αναρρωτικές άδειες χορηγούνται: α) με υπεύθυνη δήλωση του υπαλλήλου ή γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού έως 2 ημέρες κάθε φορά και όχι περισσότερες από 4 ημέρες κατ’ έτος, β) με γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού έως 3 ημέρες κάθε φορά και όχι περισσότερες από 6 ημέρες κατ’ έτος και γ) με γνωμάτευση του διευθυντή κλινικής δημοσίου νοσοκομείου (προφανώς ενταγμένου στο ΕΣΥ) έως 5 ημέρες κάθε φορά και όχι πέραν των 10 ημερών κατ’ έτος. Οι ανωτέρω άδειες χορηγούνται χωρίς γνωμάτευση Υγειονομικής Επιτροπής και γι’ αυτόν το λόγο το σύνολό τους έχει ως ετήσιο όριο τις 10 ημέρες αθροιστικά. Αν υπερβεί τις 10 ανά έτος πρέπει να περάσει Υγειονομική Επιτροπή.
Επιπλέον, ο υπάλληλος υποχρεούται να δεχτεί τη επίσκεψη του ελεγκτή γιατρού. Η άρνηση, ευθεία ή με τεχνάσματα, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του υπαλλήλου, διότι υποχρεούται να δεχτεί τον ιατρικό έλεγχο του ιατρού, εννοείται στην κατοικία του. Από την άλλη, η αποστολή γιατρού για έλεγχο υπαλλήλου, που κάνει χρήση βραχυχρόνιων αναρρωτικών αδειών κατ’ επανάληψη, είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία. Η μη εκπλήρωση της εν λόγω υποχρέωσης συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για το αρμόδιο όργανο.
Σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης της άδειας (άρθρο 56 ν. 2683/1999), η αναρρωτική άδεια χορηγείται ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου ή και αυτεπαγγέλτως. Αναρρωτική άδεια πέραν των 10 ημερών κατ’ έτος χορηγείται ύστερα από γνωμάτευση της οικείας υγειονομικής επιτροπής, με εξαίρεση την περίπτωση που η άδεια χορηγείται βάσει κοινής γνωμάτευσης του διευθυντή κλινικής δημόσιου νοσοκομείου και ενός γιατρού του ίδιου νοσοκομείου.
Το αρμόδιο για τη χορήγηση της αναρρωτικής άδειας όργανο είτε χορηγεί ολόκληρη την άδεια που προτείνει η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή ή, αν κρίνει τη γνωμάτευσή της ως αναιτιολόγητη, παραπέμπει τον ενδιαφερόμενο για εξέταση στη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή.
Η αίτηση υπαλλήλου για παράταση αναρρωτικής άδειας υποβάλλεται το αργότερο μέσα στο τελευταίο δεκαπενθήμερο του χρόνου της άδειας που του έχει χορηγηθεί.