Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 49 του ν. 2683/98 ρυθμίζονται τα ακόλουθα:
«Δεκαπέντε (15) ημέρες από την κανονική άδεια χορηγούνται υποχρεωτικά, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος, από 15 Μαίου έως 31 Οκτωβρίου. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει σε υπηρεσίες οι οποίες έχουν καθορισθεί με απόφαση του οικείου υπουργού και κατά την περίοδο αυτή βρίσκονται στην αιχμή της λειτουργίας τους ή λειτουργούν σε εικοσιτετράωρη βάση. Όταν με αίτηση του υπαλλήλου ολόκληρη η άδεια χορηγείται εκτός από την περίοδο αυτή, προσαυξάνεται κατά πέντε (5) εργάσιμες ημέρες. Η προσαύξηση αυτή δεν χορηγείται όταν ο υπάλληλος κάνει χρήση της κανονικής του άδειας κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα».
Από την παράθεση των αμέσως ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι η αίτηση του υπαλλήλου δημιουργεί καταρχήν υ π ο χ ρ έ ω σ η για τη Διοίκηση ως προς τη χρονική περίοδο χορήγησης της άδειας. Επίσης η προσαύξηση των ημερών είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση με την προϋπόθεση ότι ο υπάλληλος θα ζητήσει την κανονική του άδεια δηλαδή όλη την άδεια που δικαιούται.
Επομένως και επειδή οι ως άνω διατάξεις έτσι ρυθμίζουν το θέμα άνευ ετέρου περιορισμού, προϋποθέσεως ή εξαιρέσεως και επειδή ακόμη η υποβάλλουσα την ερώτηση νοσηλεύτρια δεν απουσίασε κάνοντας χρήση της κανονικής της άδειας εντός του χρονικού διαστήματος από 15 Μαίου μέχρι 31 Οκτωβρίου αλλά με αναρρωτική άδεια, η οποία εκ της φύσεώς της και του σκοπού που επιτελεί αποβλέπει στην κάλυψη διαφορετικής ανάγκης του υπαλλήλου από την αντίστοιχη ανάγκη που καλύπτει η κανονική άδεια, δικαιούται να λάβει την κανονική της άδεια προσαυξημένη κατά πέντε (5) ημέρες από την 1η Νοεμβρίου και εντεύθεν, εξαιρουμένης της περιόδου των Χριστουγέννων.