Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον και σε μία περίοδο υψηλών απαιτήσεων, δημιουργούνται έκτακτες ανάγκες στελέχωσης σε Νοσηλευτικό προσωπικό, στις περισσότερες δομές του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Η γήρανση του πληθυσμού σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, οδηγούν σε επιπρόσθετες προκλήσεις για την επαρκή αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας που ανακύπτουν. Αν στα παραπάνω συμπεριλάβουμε την κλιματική αλλαγή, με τα φθοροποιά αποτελέσματα που έχει για την Δημόσια Υγεία αλλά και τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές, δημιουργείται ένα ασφυκτικό περιβάλλον στα ήδη αποδυναμωμένα σε προσωπικό Νοσηλευτικά Ιδρύματα.
Σε αντιδιαστολή όμως με τις αυξημένες ανάγκες στελέχωσης που δημιουργούνται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, το Νοσηλευτικό προσωπικό μειώνεται κάθε χρόνο. Η υποστελέχωση πολλών υπηρεσιών υγείας, λόγω μειωμένων προσλήψεων και πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, αλλά και η γήρανση του προσωπικού που συνεχίζει να υπηρετεί, καθιστούν δυσχερή τη λειτουργία τους. Επιπρόσθετα μεγάλος αριθμός Νοσηλευτών αναζητάει εργασία στα υγειονομικά συστήματα της Ευρώπης, με υψηλότερες αμοιβές και καλύτερες συνθήκες εργασίας, ενώ άλλοι συνάδελφοι παραιτούνται από το Εθνικό Σύστημα Υγείας για να προσληφθούν ως σχολικοί Νοσηλευτές, προσδοκώντας σε καλύτερη ποιότητα ζωής.
Οι έκτακτες προσλήψεις Νοσηλευτικού προσωπικού με συμβάσεις εργασίας «έσωσαν» τα Δημόσια Νοσοκομεία από την κατάρρευση, κατά την διάρκεια της Πανδημίας Covid-19, δυστυχώς όμως δεν στάθηκαν ικανές να λύσουν τα προβλήματα υποστελέχωσης. Πολλά τμήματα λειτουργούν με Νοσηλευτικό προσωπικό κάτω από τα όρια ασφαλείας, ενώ άλλα, μεταξύ των οποίων και Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, δεν λειτουργούν καθόλου λόγω της παράλληλης έλλειψης Ιατρικού προσωπικού, με τα επαρχιακά Νοσοκομεία να πλήττονται περισσότερο. Στις περιπτώσεις Νοσοκομείων με αναστολή λειτουργίας τμημάτων δεν εξυπηρετούνται πλέον επαρκώς οι υγειονομικές ανάγκες των πολιτών, που ειδικά στην επαρχία, έχουν περιορισμένες επιλογές περίθαλψης.
Τόσο η Πανδημία Covid-19 όσο και οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές στη χώρα μας θα έπρεπε να αφυπνίσουν την πολιτεία για την δημιουργία ενός ισχυρού Δημόσιου Συστήματος Υγείας, όπου οι Νοσηλευτές θα έχουν ηγετικό ρόλο στην λήψη αποφάσεων και θα στηρίζονται έμπρακτα για την προσφορά τους. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει περισσότερος σύγχρονος εξοπλισμός και βελτιωμένες υλικοτεχνικές υποδομές σε αρκετά Νοσηλευτικά Ιδρύματα σε σχέση με το παρελθόν, οι εξυπηρετούμενοι εμφανίζονται σε μεγάλο βαθμό δυσαρεστημένοι από τις υπηρεσίες υγείας που τους παρέχονται. Αναγνωρίζουν τις προσπάθειες του Νοσηλευτικού προσωπικού να στηρίξει το Εθνικό Σύστημα Υγείας, τη μεγάλη επιστημονική επάρκεια αλλά και την ενσυναίσθηση που διαθέτει, καταλαβαίνουν όμως ότι οι Νοσηλευτές είναι πλέον τόσο λίγοι που είναι αδύνατον να καλύψουν όλες τις υγειονομικές τους ανάγκες. Επιπλέον η πολιτεία θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη ότι το Νοσηλευτικό προσωπικό που έχει απομείνει στα Νοσοκομεία, λόγω της τεράστιας προσπάθειας που καταβάλλει καθημερινά να προσφέρει ποιοτικές υπηρεσίες υγείας στους ασθενείς, επιβαρύνει την ποιότητα του εργασιακού του βίου και εξαιτίας της επαγγελματικής εξουθένωσης, θέτει σε αυξημένο κίνδυνο την σωματική και την ψυχική του υγεία.
Συνεπώς νέες προσδοκίες αναδύονται στο προσκήνιο για τον ρόλο που οφείλει να παίξει η πολιτεία σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο, δυσμενές και υψηλών απαιτήσεων περιβάλλον. Η πρόσληψη περισσότερων Νοσηλευτών στο Εθνικό Σύστημα Υγείας αλλά και η συνεχιζόμενη εκπαίδευση τους δεν θα οδηγήσει σε μία άσκοπη οικονομική δαπάνη του κρατικού προϋπολογισμού. Αντίθετα, με την ταυτόχρονη ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, θα οδηγήσει σε μείωση του χρόνου και επομένως και του κόστους περίθαλψης των ασθενών. Η προκήρυξη όμως επιπλέον θέσεων Νοσηλευτικού προσωπικού από την ελληνική πολιτεία, δεν αρκεί αν δεν συνδυαστεί με την παροχή οικονομικών κινήτρων αλλά και με την εξασφάλιση συνεχούς κατάρτισης και ευκαιριών επαγγελματικής εξέλιξης. Στις άγονες και απομακρυσμένες περιοχές της χώρας θα πρέπει να εξασφαλίζονται όχι μόνο επιπλέον οικονομικές απολαβές αλλά και διευκολύνσεις διαμονής για την κάλυψη των θέσεων που προκηρύσσονται, μετά από ενδελεχή καταγραφή των αναγκών. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η ορθολογική κατανομή των ανθρωπίνων πόρων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, για την ικανοποίηση όλων των υγειονομικών αναγκών που παρουσιάζονται στους πολίτες, χωρίς ανισότητες και με γνώμονα πάντα την ποιοτική παροχή υπηρεσιών υγείας.
Επιπλέον για την διαχείριση του Νοσηλευτικού προσωπικού στα Νοσοκομεία θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες που να διασφαλίζουν όχι μόνο την εύρυθμη λειτουργία όλων των τμημάτων αλλά και την προστασία όλων των Νοσηλευτών από επαγγελματική εξουθένωση. Η άνιση κατανομή του προσωπικού, που πολλές φορές πραγματοποιείται χωρίς να δίνονται αντίστοιχα κίνητρα, αυξάνει το αίσθημα αδικίας και οδηγεί στην αναζήτηση άλλων επαγγελματικών διεξόδων. Επομένως για την ένταξη νέων συναδέλφων αλλά και την διατήρηση των υπαρχόντων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, δεν αρκούν οι υποσχέσεις αλλά απαιτείται σχεδιασμός που θα ικανοποιεί τα δίκαια αιτήματά τους και θα αναβαθμίζει το εργασιακό τους περιβάλλον.
Η έλλειψη σχεδιασμού σε συνάρτηση με τα προβλήματα υποστελέχωσης που προκύπτουν σε ένα «γερασμένο» Εθνικό Σύστημα Υγείας, οδηγούν στην συρρίκνωση του και δεν του επιτρέπουν να συμβαδίσει με τα διεθνή πρότυπα υγειονομικής περίθαλψης. Οι εναπομείναντες Νοσηλευτές έχουν συνηθίσει να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με αυταπάρνηση σ’ ένα επισφαλές εργασιακό περιβάλλον, όμως οι επιπλέον προκλήσεις στο χώρο της Δημόσιας Υγείας, επιτάσσουν την κάλυψη των αναγκών με Νοσηλευτικό προσωπικό προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη, ασφαλής και ποιοτική φροντίδα των ασθενών.
Αλέξανδρος Μιτσικάρης,
Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου ΣΥ.ΝΟ. – Ε.Σ.Υ. Ν. Ξάνθης