Παρέμβαση της ΠΑ.ΣΥ.Ν.Ο. – Ε.Σ.Υ. προς το Υπουργείο Υγείας σχετικά με την αναγκαιότητα ανάκλησης της παρωχημένης εγκυκλίου που θίγει τα δικαιώματα άσκησης ιδιωτικού έργου σε Νοσηλευτές που εργάζονται ως επικουρικό προσωπικό ή εκπονούν ειδικότητα ή εργάζονται στις Τ.Ομ.Υ.
Αναλυτικά η παρέμβαση:
Αξιότιμοι,
Αναφορικά με την κατά εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου πάγια τακτική απόρριψης αδειών άσκησης ιδιωτικού έργου σε Νοσηλευτές που εργάζονται ως επικουρικό προσωπικό ή εκπονούν ειδικότητα ή εργάζονται στις Τ.Ομ.Υ, ως η Πανελλήνια Συνδικαλιστική Νοσηλευτική Ομοσπονδία Νοσηλευτών επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Όπως γνωρίζετε, στην υπ΄ αριθ. Γ4β/Γ.Π.3963/4-2-2019 εγκύκλιο του Αν. Υπουργού Υγείας με θέμα: «Σχετικά με τη δυνατότητα χορήγησης άδειας άσκησης ιδιωτικού έργου σε επικουρικό προσωπικό (ιατρικό και λοιπό) και στο προσωπικό των Τ.Ομ.Υ.» αναφέρεται: «Οι επικουρικοί ιατροί, το λοιπό επικουρικό προσωπικό και το σύνολο του προσωπικού που προσλαμβάνεται στις Τ.Ομ.Υ., κατά το χρόνο απασχόλησής τους είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, όπως ορίζεται στην περίπτωση η’ της παρ.2 του άρθρου 21 του ν. Ν 3580/2007 όπως ισχύει, στην παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3329/2005 (Α’81), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν.4542/2018 (Α’ 95) και στην παρ. 5 του Ν 4461/2017 όπως ισχύει, αντίστοιχα και δεν υπάρχει δυνατότητα άσκησης οποιουδήποτε άλλου έργου πλην αυτού για το οποίο έχουν προσληφθεί δεδομένου ότι οι ως ειδικές διατάξεις κατισχύουν κάθε άλλης γενικής διάταξης. Άλλωστε και στις συμβάσεις που υπογράφονται μεταξύ των φορέων και ενδιαφερομένων, αναφέρεται ότι αυτοί προσλαμβάνονται με καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Μετά από τα παραπάνω, οι φορείς που έχουν χορηγήσει άδεια άσκησης ιδιωτικού έργου σε προσωπικό που ανήκει στις παραπάνω κατηγορίες, θα πρέπει να προβούν άμεσα στην ανάκληση των αποφάσεων αυτών.».
Τα σχετικά με την άδεια άσκησης ιδιωτικού έργου αναφορικά με τους τακτικούς δημοσίου υπαλλήλους και τους εργαζομένους δυνάμει συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 31 ΥΚ. που ορίζει: «1. Μετά από άδεια ο υπάλληλος μπορεί να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή, εφόσον συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του και δεν παρεμποδίζει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του. 2. Η άδεια χορηγείται για συγκεκριμένο έργο ή εργασία μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο. Η άδεια στους υπαλλήλους ….των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης και αν δεν υπάρχει τέτοιο όργανο, από τον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου διοίκησης».
Όπως παγίως έχει κρίνει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, η ικανοποίηση του αιτήματος του υπαλλήλου για τη χορήγηση σ’ αυτόν της σχετικής άδειας απαιτεί, κατ’ αρχήν, τη συνδρομή των εξής προϋποθέσεων που τάσσει η παρ. 1 του άρθρου 31 του ΥΚ :
α) Η άδεια να αφορά «έργο ή εργασία», δηλ. σύμβαση έργου ή εξαρτημένης εργασίας οποιοσδήποτε μορφής, που πρέπει να έχει ιδιωτικό χαρακτήρα, δηλαδή να παρέχεται προς ιδιώτη εργοδότη με σκοπό την αμοιβή του υπαλλήλου. Επομένως, δεν εμπίπτει στην ανωτέρω απαγόρευση η άσκηση έργου ή εργασίας με αμοιβή άπαξ ή επ’ ευκαιρία ή τυχαίως παρεχόμενα, καθόσον απαιτείται σταθερή και συστηματική απασχόληση του υπαλλήλου (Γνωμ 78/2007).
β) Το σχετικό αίτημα του υπαλλήλου να συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του, δηλ. να συνάδει με το αντικείμενο της αρμοδιότητας που ασκεί και γενικότερα να μη μειώνει το κύρος της υπηρεσίας και να αφορά συγκεκριμένο ιδιωτικό έργο ή εργασία, που θα πρέπει να προσδιορίζεται με την αίτηση του υπαλλήλου κατά τρόπο ειδικό και σαφή.
γ) Η εκτός ωραρίου, εξωϋπηρεσιακή δραστηριότητα, δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας, δηλ. των καθηκόντων του υπαλλήλου. Η προϋπόθεση αυτή συνάδει με τον επιδιωκόμενο με την ειρημένη διάταξη σκοπό, ο οποίος συνίσταται στην προσπάθεια να ανταποκριθούν τόσο η Δημόσια Διοίκηση όσο και τα Ν.Π.Δ.Δ. στο καθολικό αίτημα της εποχής για μεγαλύτερη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής, καθώς και για βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων στον πολίτη υπηρεσιών (Γνωμ. 387/2000). Τούτο συναρτάται κυρίως με τον ημερήσιο χρόνο άσκησης του ιδιωτικού έργου και συγκεκριμένα με τη διάρκειά του και τη σύμπτωσή του ή μη με τον ημερήσιο χρόνο άσκησης των καθηκόντων του δημοσίου υπαλλήλου (άρθρο 29 παρ. 1 ΥΚ) και με την κόπωση που πιθανώς υφίσταται ο υπάλληλος από την άσκηση του ιδιωτικού έργου ή εργασίας και την εξ αυτής αναπόφευκτη παραμέληση των κυρίων καθηκόντων του (άρθρο 1 και 27 παρ. 1 ΥΚ).
Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις γίνεται παγίως δεκτό ότι πρέπει να χορηγείται η άδεια άσκησης ιδιωτικού έργου στον υπάλληλο, χωρίς να γίνεται στις διατάξεις του ΥΚ οποιαδήποτε αναφορά στο καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης του υπαλλήλου, ώστε να βρίσκει έρεισμα η πρόσθετη προϋπόθεση που έχει τεθεί από την ανωτέρω Εγκύκλιο και οδηγεί στη συλλήβδην απόρριψη των σχετικών αιτημάτων των Νοσηλευτών που εργάζονται με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου.
Το δε πδ 410/1988 που ρυθμίζει την υπηρεσιακή κατάσταση των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο δημόσιο τομέα, ουδεμία σχετική απαγορευτική διάταξη περιέχει.
Η «απαγόρευση» αυτή ενδεχομένως να είχε κάποια λογική όταν προσελήφθη για πρώτη φορά το επικουρικό προσωπικό με πλάνο απασχόλησής του για μικρό χρονικό διάστημα, ενόψει της εξαγγελίας μόνιμων προσλήψεων στα Νοσοκομεία. Εντούτοις, αυτό δεν συνέβη και μετά την πανδημία και τις διαδοχικές παρατάσεις των συμβάσεων των Νοσηλευτών που εργάζονται δυνάμει συμβάσεων Ι.Δ.Ο.Χ., είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι έχει εμφιλοχωρήσει ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών που ίσχυαν κατά την έκδοση της ανωτέρω Εγκυκλίου.
Οι επικουρικοί Νοσηλευτές, οι ειδικευόμενοι Νοσηλευτές, οι Νοσηλευτές των Τ.Ομ.Υ. σήκωσαν το βάρος της αντιμετώπισης του COVID – 19 στο Ε.Σ.Υ. και εξακολουθούν να εργάζονται υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες με τους μόνιμους Νοσηλευτές και τους Νοσηλευτές που υπηρετούν με συμβάσεις Ι.Δ.Α.Χ. και λαμβάνουν άδειες άσκησης ιδιωτικού έργου εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 31ΥΚ.
Οι δε τακτικοί υπάλληλοι, επίσης εργάζονται κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση ως Νοσηλευτές, ασκώντας τα ίδια ακριβώς καθήκοντα κατά την υπ’ αριθ. Γ6/Γ.Π.οικ.92189 ΦΕΚ Β 5622 2018 απόφαση του Αν. Υπουργού Υγείας, αμειβόμενοι κατά το ίδιο μισθολόγιο.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 Συντ.: «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζομένου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας».
Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Συνεπώς, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα η διαφορετική μεταχείριση ουσιωδώς ομοίων καταστάσεων, ακόμη και εάν αυτή προβλέπεται από πράξεις του Νομοθέτη ή της κανονιστικώς δρώσας Διοίκησης, διότι στην περίπτωση αυτή η δράση των εν λόγω οργάνων αντίκειται στο Σύνταγμα, πλην αν η διαφορετική μεταχείριση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Με βάση τις ως άνω διατάξεις του εθνικού Συντάγματος, έχει παγιωθεί νομολογία σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται διαφορετική (δυσμενής) μεταχείριση εργαζομένων έναντι άλλων, οι οποίοι εργάζονται με όμοιους όρους και συνθήκες εργασίας (λ.χ. Α.Π. 1666/2001, ΔΕΝ 2002.307, ΑΠ 635/1993, ΕΕΔ 1994.430, ΑΠ 211/1992, ΔΕΝ 1992.672).
Από τις ανωτέρω διατάξεις όπως έχουν ερμηνευτεί από τα Δικαστήρια, συνάγεται ότι η ειδική προϋπόθεση σχετικά με το είδος της απασχόλησης των Νοσηλευτών που εργάζονται με σύμβαση Ι.Δ.Α.Χ. προκειμένου να λάβουν άδεια άσκησης ιδιωτικού έργου, που τίθεται μόνο από την επίμαχη Εγκύκλιο και όχι από το Νόμο μόνο για το επικουρικό προσωπικό και το προσωπικό των Τ.Ομ.Υ. και για καμία άλλη κατηγορία υπαλλήλων του Ε.Σ.Υ., παραβιάζει προδήλως την αρχή της ισότητας.
Είναι επομένως επιβεβλημένη η άρση αυτής της αδικίας και αδικαιολόγητης ανισότητας δια της ανάκλησης της ανωτέρω Εγκυκλίου ή δια της έκδοσης άλλης με αντίθετο περιεχόμενο.
Πέραν τέλος, του γεγονότος της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας και της ανάγκης πολλών εργαζομένων να ασκούν παράλληλα και ιδιωτικό έργο για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους -έχοντας αυτό το δικαίωμα κατά το Νόμο- και πέραν του ότι η εν λόγω αδικαιολόγητη απαγόρευση αντίκειται και στο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του άρθρου 5 του Συντάγματος που έχει και οικονομικές προεκτάσεις, πρέπει να ληφθεί υπόψιν η τάση του Νομοθέτη για απλοποίηση των διαδικασιών άσκησης ιδιωτικού έργου δια του Νόμου του άρθρου 127 του ν.4957/2022 και μείωσης των περιπτώσεων που απαιτείται η άδεια αυτή.
Η διάταξη αυτή ορίζει: «Για το διδακτικό έργο σε προγράμματα πρώτου και δεύτερου κύκλου σπουδών, ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών και εκπαιδευτικά προγράμματα των Κέντρων Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), καθώς και για το ερευνητικό έργο προς τα Α.Ε.Ι. και ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς, το οποίο παρέχεται από υπαλλήλους φορέων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), δεν εφαρμόζεται το άρθρο 31 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007 Α’ 26), περί της άδειας άσκησης ιδιωτικού έργου με αμοιβή, ή άλλες αντίστοιχες διατάξεις, υπό την προϋπόθεση ότι εκτελείται εκτός του ωραρίου εργασίας των υπαλλήλων..».
Λαμβάνοντας επομένως όλα τα ανωτέρω, με γνώμονα την προστασία των θιγόμενων δικαιωμάτων των Νοσηλευτών, σας καλούμε όπως προβείτε σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την άρση μιας αδικαιολογήτως παγιωμένης άδικης και άνισης αντιμετώπισης των επικουρικών νοσηλευτών και των άλλων νοσηλευτών που απασχολούνται με συμβάσεις Ι.Δ.Ο.Χ. ανακαλώντας ή τροποποιώντας την υπ’ αριθ. Γ4β/Γ.Π.3963/4-2-2019 εγκύκλιο του Αν. Υπουργού Υγείας.
Η ΠΑ.ΣΥ.Ν.Ο. – Ε.Σ.Υ. δηλώνει τη διαθεσιμότητά της επί του συγκεκριμένου θέματος, ώστε να συμβάλλει με ρεαλιστικές και αποτελεσματικές προτάσεις.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Γεώργιος Αβραμίδης Τζαννής Πολυκανδριώτης