Η ικανοποίηση από την εργασία αναφέρεται στον βαθμό που όλοι οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν αυτή ή διάφορες πτυχές της. Το εργασιακό κλίμα επηρεάζει σημαντικά την αποδοτικότητά και κατ΄ επέκταση την εύρυθμη λειτουργία των νοσοκομειακών μονάδων. Η στελέχωση των νοσηλευτικών τμημάτων αποτελεί πρωταρχική και κρίσιμη απόφαση για τη διοίκηση του εκάστοτε Νοσοκομείου. Αποσκοπεί στη βελτιστοποίηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και στη μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας.
Στην Ελλάδα, το μέγεθος και η σύνθεση του ανθρώπινου δυναμικού καθιερώθηκε μετά την εγκαθίδρυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ωστόσο, νομοθετική ρύθμιση που να επιβάλλει συγκεκριμένα ποσοστά στελέχωσης στα δημόσια νοσοκομεία δεν υπάρχει (https://www.google.com/url?sa). Ειδικότερα, τα κριτήρια που διαμορφώνουν τις ανάγκες σε νοσηλευτικό προσωπικό συνοψίζονται στην κλινική βαρύτητα των ασθενών, τη διαθέσιμη υλικοτεχνική υποδομή, την εμπειρία του προσωπικού, τον χρόνο νοσηλείας, την κίνηση των ασθενών (αριθμός εισαγωγών, εξιτηρίων και διακομιδών). Όλα τα προαναφερόμενα έχουν αρνητικό αντίκτυπο τόσο στον τρόπο άσκησης της Νοσηλευτικής και στην παροχή ποιοτικής νοσηλευτικής φροντίδας, όσο και στο ηθικό του προσωπικού προκαλώντας απουσίες από την εργασία λόγω σωματικής και ψυχολογικής επιβάρυνσης. Είναι κοινά παραδεκτό ότι η επαρκής στελέχωση του νοσηλευτικού προσωπικού αποτέλεσε και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την ορθή λειτουργία των συστημάτων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) παγκοσμίως, αλλά ταυτόχρονα και την ομάδα εργαζομένων υγείας με τη μεγαλύτερη έλλειψη. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στην Ελλάδα, που βρίσκεται στην τελευταία θέση των Ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ, σε δείκτες όπως ο αριθμός νοσηλευτών ανά 1000 κατοίκους και ανά κλίνη. Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη της ΠΦΥ στη χώρα μας είναι ατελής, παρά τις πολλαπλές νομοθετικές παρεμβάσεις μέχρι και σήμερα και παρά την επίσπευση μεταρρυθμίσεων, που η οικονομική κρίση προκάλεσε. Παρότι, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της τελευταίας δεκαετίας, ιδίως ο νόμος 4486/2017, στηριζόμενος σε νομοθετήματα του παρελθόντος, ενισχύει τον ρόλο του νοσηλευτικού προσωπικού, διευρύνοντας το καθηκοντολόγιό τους και αναβαθμίζοντας τη θέση τους στην παροχή υπηρεσιών στις δομές ΠΦΥ, ο αριθμός των νοσηλευτών παραμένει περιορισμένος. Παράλληλα, η ζήτηση για νοσηλευτικό προσωπικό από ευρωπαϊκές κυρίως χώρες, οδηγεί σε αύξηση των μεταναστευτικών ροών, ενώ ολοένα και λιγότεροι φοιτητές επιλέγουν τη νοσηλευτική δεδομένων των δυσμενών συνθηκών εργασίας και της χαμηλής αποζημίωσης, δυσχεραίνοντας τυχόν μελλοντικές προσπάθειες αναστροφής της κατάστασης.
Η στελέχωση των νοσηλευτικών ιδρυμάτων έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από πλήθος ερευνητών λόγω των πολλαπλών επιδράσεων που επιφέρει στην ασφάλεια, την παροχή ποιοτικής φροντίδας στον ασθενή, αλλά και την επιβάρυνση των δαπανών για την υγεία. Η επίλυση του προβλήματος απαιτεί την προώθηση της ανάγκης για θεσμοθέτηση ασφαλών αναλογιών νοσηλευτών ανά ασθενή. Σε μελέτη που διενεργήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες εξετάστηκε η σχέση ανάμεσα στα επίπεδα στελέχωσης της νοσηλευτικής υπηρεσίας και τις δυσμενείς εκβάσεις της κατάστασης των ασθενών (Needleman, et. al., 2002). Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι υψηλότερη αναλογία ωρών νοσηλευτικής φροντίδας που παρέχεται από έμπειρους νοσηλευτές και μεγαλύτερος αριθμός ωρών φροντίδας ανά ημέρα συσχετίζονται με καλύτερα αποτελέσματα φροντίδας για τους νοσοκομειακούς ασθενείς. Επίσης, μία αύξηση της τάξεως του 0,25 νοσηλευτών ανά ημέρα νοσηλείας συνδέεται με μείωση 20% της θνησιμότητα για διάστημα 30 ημερών. Σε ανασκόπηση πολυάριθμων μελετών επιβεβαιώθηκε ότι η κατάλληλη στελέχωση και η ορθή σύνθεση του νοσηλευτικού προσωπικού συνδέεται με τη βελτίωση της έκβασης των περιστατικών (Lankshear, 2005).
Επιπρόσθετα, η ελλιπής στελέχωση νοσηλευτικού προσωπικού σχετίστηκε σημαντικά με μεγαλύτερες πιθανότητες ατυχημάτων με αιχμηρά αντικείμενα (Clarke, et. al., 2002). Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ο τραυματισμός από αιχμηρά αντικείμενα είναι πιο συχνός σε νοσηλευτές με προϋπηρεσία λιγότερη των πέντε ετών. Επιπλέον, το μειωμένο νοσηλευτικό προσωπικό συσχετίστηκε με υψηλά ποσοστά επαγγελματικής εξουθένωσης. Μελέτες έχουν καταδείξει ότι υπάρχει έντονη σχέση μεταξύ των επιπέδων του προσωπικού και της ικανοποίησης από την εργασία (Aiken, et. al., 2002). Από την άλλη πλευρά, πολλοί νοσηλευτές παρουσιάζουν μυοσκελετικά προβλήματα κυρίως σε νοσηλευτικά ιδρύματα που είναι ανεπαρκώς στελεχωμένα και αναγκάζονται να μετακινούν τους ασθενείς μόνοι τους (Rothschild, 1996). Η κατάλληλη στελέχωση έχει αποδειχθεί ότι σχετίζεται με την καλύτερη έκβαση των ασθενών, η οποία τελικά σχετίζεται εμφανώς με περιοριζόμενες δαπάνες υγείας για τα άτομα, τις οικογένειες και τις κοινότητες και με αυξανόμενα φορολογικά έσοδα, καθώς οι ασθενείς επιστρέφουν άμεσα και σύντομα στο ενεργό εργατικό δυναμικό. Στην Ελλάδα απαιτούνται αλλαγές που αφορούν τόσο στη ρύθμιση των αναλογιών των εργαζομένων, όσο και στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών εργασίας, ώστε οι νοσηλευτές να μην εμφανίζονται δυσαρεστημένοι και επαγγελματικά εξουθενωμένοι και να καταφεύγουν τελικά στον επαναπροσδιορισμό της επαγγελματικής τους ιδιότητας ή στην απασχόληση με την εκπαίδευση και τη διοίκηση και όχι την κλινική πράξη.
Από όλα όσα αναφέρθηκαν καθίσταται σαφές ότι η φροντίδα των ασθενών ωφελείται μέσω της ύπαρξης ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος για το προσωπικό υγείας. Αδιαμφισβήτητα, η ποιοτική φροντίδα σχετίζεται άμεσα με την επαρκή στελέχωση νοσηλευτών σε όλα τα νοσοκομεία και την ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος.
Σταυρούλα Βοβλιανού,
Νοσηλεύτρια, PhD, MSc, DipEdu,
Υπεύθυνη Γραφείου Εκπαίδευσης, Γ.Ν. Καβάλας,
Αντιπρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου ΣΥ.ΝΟ. – Ε.Σ.Υ. Ν. Καβάλας