Η νοσηλευτική στην Ελλάδα διανύει ίσως τη δυσκολότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Πίσω από τους αριθμούς και τα στατιστικά, πίσω από τις κυβερνητικές εξαγγελίες και τα σχέδια επί χάρτου, κρύβεται μια σκληρή καθημερινότητα: βάρδιες ατελείωτες, ρεπό που δεν δίνονται, τμήματα που λειτουργούν με το μισό προσωπικό και νοσηλευτές που έχουν φτάσει στα φυσικά και ψυχικά τους όρια. Η πανδημία COVID-19 λειτούργησε ως επιταχυντής φέρνοντας στην επιφάνεια προβλήματα που για χρόνια σιγόβραζαν. Το προσωπικό φώναξε. Το κράτος υποσχέθηκε. Αλλά η πραγματικότητα άλλαξε ελάχιστα.
Η Πολιτεία, διαχρονικά, αντιμετωπίζει τους νοσηλευτές ως εργαζόμενους δεύτερης κατηγορίας μέσα στο σύστημα υγείας. Η υποστελέχωση των νοσοκομείων, η έλλειψη μόνιμων προσλήψεων, οι εξαντλητικές βάρδιες και η μη εφαρμογή αναλογιών ασθενών-νοσηλευτών σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα αποδεικνύουν ότι οι ανάγκες του επαγγέλματος αγνοούνται ή παραγνωρίζονται. Παράλληλα, οι ευθύνες των νοσηλευτών αυξάνονται συνεχώς, χωρίς να ακολουθεί αντίστοιχη θεσμική αναγνώριση, αναβάθμιση καθηκόντων ή αμοιβών. Το νοσηλευτικό έργο, ενώ είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο και απαιτεί εξειδικευμένη γνώση, εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως αυτόνομο και ισότιμο πεδίο με αυτό των ιατρών ή άλλων επιστημόνων υγείας.
Στο επίπεδο της κοινωνίας, οι νοσηλευτές συχνά δεν αντιμετωπίζονται με το σεβασμό που αρμόζει στον ρόλο τους. Επικρατεί η αντίληψη ότι ο νοσηλευτής είναι “βοηθός γιατρού” ή “εκτελεστής οδηγιών”, και όχι αυτόνομος επαγγελματίας με κρίση, επιστημονική κατάρτιση και ικανότητα λήψης αποφάσεων. Αυτό οφείλεται εν μέρει και σε ελλιπή ενημέρωση του κοινού σχετικά με τη φύση και τις αρμοδιότητες του νοσηλευτικού έργου. Η εικόνα αυτή επιτείνεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία σπανίως προβάλλουν τον ρόλο των νοσηλευτών με τρόπο επαγγελματικό και αντικειμενικό. Αντίθετα, σε περιόδους κρίσης, αποδίδουν συχνά επιφανειακά “χειροκροτήματα”, χωρίς να αναδεικνύουν τα χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι.
Δεν είναι λίγοι οι νοσηλευτές που συμπληρώνουν 10 συνεχόμενες ημέρες εργασίας χωρίς ρεπό. Ακόμα περισσότεροι αναγκάζονται να καλύπτουν βάρδιες συναδέλφων, πολλές φορές χωρίς τη θέλησή τους. Οργανικές θέσεις παραμένουν κενές για μήνες ή και χρόνια, καθώς οι προσλήψεις προχωρούν με ρυθμούς χελώνας. Τα ρεπό που οφείλονται μετρούνται πια σε τριψήφια νούμερα, σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζουν ακόμα και τις 120 ημέρες. Το επάγγελμα μοιάζει πια με μαραθώνιο χωρίς τερματισμό. Όσοι παραμένουν στο σύστημα, συχνά το κάνουν όχι από επαγγελματική ικανοποίηση, αλλά από αίσθημα καθήκοντος.
Η νοσηλευτική αντιμετωπίζεται από πολλούς νέους ως “διέξοδος ανάγκης”, όχι ως συνειδητή επιλογή. Ακόμα χειρότερα, όσοι ήδη εργάζονται στον χώρο, αναζητούν διαφυγή – είτε στον ιδιωτικό τομέα, είτε σε χώρες του εξωτερικού που προσφέρουν καλύτερες συνθήκες, ανθρώπινους ρυθμούς και αξιοπρεπείς αμοιβές. Η αιμορραγία προσωπικού είναι συνεχής και σιωπηρή. Οι ΜΕΘ, τα ΤΕΠ και τα χειρουργεία λειτουργούν συχνά με έκτακτες λύσεις, που δεν μπορούν να καλύψουν τις μακροχρόνιες ανάγκες.
Η ένταξη των νοσηλευτών στα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα αποτελεί ένα αίτημα δεκαετιών. Παρά τις επανειλημμένες πιέσεις από τα συνδικαλιστικά όργανα, η αναγνώριση καθυστερούσε. Μόλις πρόσφατα, ο Υπουργός Υγείας ανακοίνωσε ότι από την 1η Ιανουαρίου 2026 οι νοσηλευτές θα ενταχθούν στο καθεστώς ΒΑΕ. Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη, αλλά με χρονική υστέρηση που εγείρει ερωτήματα: Γιατί όχι άμεσα; Και τι θα συμβεί εν τω μεταξύ;
Τα τελευταία χρόνια, σε πολλά νοσοκομεία της χώρας, δεν έχουν πραγματοποιηθεί κρίσεις για θέσεις ευθύνης. Οι προϊστάμενοι και οι διευθυντές συχνά παραμένουν στις θέσεις τους χωρίς θεσμική επικύρωση, απλώς επειδή… δεν έγινε ποτέ νέα κρίση. Η απουσία αυτής της διαδικασίας δεν πλήττει μόνο την αξιοκρατία, αλλά και τη λειτουργικότητα των τμημάτων. Οι νεότεροι νοσηλευτές νιώθουν ότι δεν υπάρχει καμία προοπτική ανέλιξης. Ότι όσο κι αν προσπαθούν, το “ταβάνι” τους είναι χαμηλό – και καθορίζεται όχι από τις δεξιότητές τους, αλλά από τη στασιμότητα του συστήματος.
Το 2025, περισσότερες από 300 θέσεις στις νοσηλευτικές σχολές της χώρας έμειναν κενές. Δεν είναι απλώς ένα νούμερο. Είναι το ηχηρό καμπανάκι που προειδοποιεί: η νέα γενιά δεν θέλει να γίνει νοσηλευτής. Οι υποψήφιοι στρέφονται σε πιο «ελκυστικά» επαγγέλματα: ναυτιλιακά, πληροφορική, τεχνολογία. Επαγγέλματα που προσφέρουν λιγότερη ψυχολογική επιβάρυνση, καλύτερες αμοιβές και σαφέστερη επαγγελματική ανέλιξη. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, σε λίγα χρόνια δεν θα έχουμε ποιον να εκπαιδεύσουμε – και ακόμη χειρότερα, δεν θα έχουμε ποιος να φροντίσει τον ασθενή.
Η νοσηλευτική στην Ελλάδα βρίσκεται σε οριακό σημείο. Όχι επειδή το επάγγελμα δεν έχει αξία – κάθε άλλο. Αλλά επειδή η Πολιτεία δεν την αποδίδει στην πράξη. Οι νοσηλευτές ζητούν το αυτονόητο: σεβασμό, αναγνώριση, δίκαιες συνθήκες εργασίας, επαγγελματική προοπτική.
Αν δεν υπάρξει άμεση και συντονισμένη παρέμβαση – όχι μόνο υποσχέσεις αλλά πράξεις – η κατάσταση θα γίνει μη αναστρέψιμη.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως το μέλλον του Ε.Σ.Υ. εξαρτάται από την επιβίωση της νοσηλευτικής. Αν χαθεί η νοσηλευτική ραχοκοκαλιά, ολόκληρο το σύστημα θα καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Γεώργιος Ίντας,
Β’ Αντιπρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου ΠΑ.ΣΥ.ΝΟ. – Ε.Σ.Υ. Ν. Αττικής